Περίληψη
Οι χωρικές διαχειριστικές προσεγγίσεις έχουν αναγνωριστεί ευρέως ως αποτελεσματικά μέσα για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των παράκτιων και θαλάσσιων πόρων. Μια ποικιλία εργαλείων χωρικής διαχείρισης έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί παγκοσμίως υπό διάφορους τύπους δικαιοδοσίας, που περιλαμβάνουν από εργαλεία για τη ρύθμιση συγκεκριμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων π.χ. αλιεία, ναυτιλία ή εξόρυξη έως πολυτομεακά ή διατομεακά εργαλεία, όπως οι Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές και τα Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια. Η Ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, το Στρατηγικό Σχέδιο της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα 2010-2020, το Παγκόσμιο Πλαίσιο για τη Βιολογική Ποικιλότητα Κουνμίγκ-Μόντρεαλ και η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 είναι μεταξύ των διεθνών πρωτοβουλιών που έχουν δεσμευτεί για τη χρήση χωρικών διαχειριστικών προσεγγίσεων. Σύμφωνα με τον ορισμό της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης ...
Οι χωρικές διαχειριστικές προσεγγίσεις έχουν αναγνωριστεί ευρέως ως αποτελεσματικά μέσα για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των παράκτιων και θαλάσσιων πόρων. Μια ποικιλία εργαλείων χωρικής διαχείρισης έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί παγκοσμίως υπό διάφορους τύπους δικαιοδοσίας, που περιλαμβάνουν από εργαλεία για τη ρύθμιση συγκεκριμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων π.χ. αλιεία, ναυτιλία ή εξόρυξη έως πολυτομεακά ή διατομεακά εργαλεία, όπως οι Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές και τα Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια. Η Ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, το Στρατηγικό Σχέδιο της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα 2010-2020, το Παγκόσμιο Πλαίσιο για τη Βιολογική Ποικιλότητα Κουνμίγκ-Μόντρεαλ και η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 είναι μεταξύ των διεθνών πρωτοβουλιών που έχουν δεσμευτεί για τη χρήση χωρικών διαχειριστικών προσεγγίσεων. Σύμφωνα με τον ορισμό της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης είναι επίσημα θεσπισμένα, χωρικά καθορισμένα μέτρα διαχείρισης ή/και διατήρησης της αλιείας, τα οποία εφαρμόζονται για την επίτευξη ενός ή περισσότερων επιδιωκόμενων αλιευτικών αποτελεσμάτων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται στα περισσότερα σύγχρονα σχέδια και κανονισμούς διαχείρισης της αλιείας και τα αποτελέσματά τους σχετίζονται συνήθως με τη βιώσιμη χρήση των αλιευτικών πόρων. Ωστόσο, θεωρούνται όλο και περισσότερο μέτρα διατήρησης υπό την ευρύτερη έννοια, ειδικά όταν η εφαρμογή τους συμβάλει στην προστασία των οικολογικών χαρακτηριστικών ή μετριάζει τις επιπτώσεις της αλιείας στη βιοποικιλότητα ή στη δομή και λειτουργία των οικοσυστημάτων. Η προώθηση πρωτογενών, δευτερογενών ή επικουρικών μορφών διατήρησης από τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης εξαρτάται από τους στόχους τους. Τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης προωθούν πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα αποτελέσματα διατήρησης όταν τα οφέλη διατήρησης που παράγονται αντικατοπτρίζουν τους επιδιωκόμενους και ρητούς πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες στόχους τους αντίστοιχα. Η επικουρική διατήρηση προωθείται από τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης όταν αυτά αποσκοπούν ρητά να συμβάλουν στη βιώσιμη αλίευση των ειδών-στόχων, αλλά, ταυτόχρονα, να μειώσουν εμπράκτως την πίεση στη βιοποικιλότητα και στη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης που προωθούν επικουρικές μορφές διατήρησης, μπορούν να θεωρηθούν Άλλα Αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Διατήρησης (Other Effective area-based Conservation Measures, OECM) όπως αυτά ορίζονται από την Απόφαση 14/8 της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, δηλαδή, μη Προστατευόμενες Περιοχές, οι οποίες επιτυγχάνουν θετικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για την προστασία της βιοποικιλότητας και των συναφών υπηρεσιών, λειτουργιών του οικοσυστήματος και άλλων τοπικών συναφών κοινωνικών ή οικονομικών αξιών. Τα Άλλα Αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Διατήρησης μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη του Στόχου 14.5 της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και του Στόχου 3 του Παγκόσμιου Πλαισίου για τη Βιολογική Ποικιλότητα Κουνμίγκ-Μόντρεαλ. Σύμφωνα με το τελευταίο, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα έως το 2030 για να διασφαλιστεί ότι τουλάχιστον το 30% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών παγκοσμίως θα διατηρηθεί μέσω οικολογικά αντιπροσωπευτικών, αποτελεσματικών, δίκαια διαχειρίσιμων και καλά συνδεδεμένων δικτύων Προστατευόμενων Περιοχών και Άλλων Αποτελεσματικών Χωρικών Μέτρων Διατήρησης. Οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι: 1.Ο προσδιορισμός και η χαρτογράφηση της τρέχουσας κατανομής των χωρικών μέτρων αλιευτικής διαχείρισης (χωροχρονικοί περιορισμοί άσκησης αλιευτικών δραστηριοτήτων) στο Αιγαίο Πέλαγος και η παροχή επιστημονικής τεκμηρίωσης για την έρευνα αλιευτικής πολιτικής, τη λήψη αποφάσεων, την παρακολούθηση, τον έλεγχο και την επιβολή, καθώς και η κριτική εξέταση του εθνικού νομικού πλαισίου της διαχείρισης της αλιείας σχετικά με αυτούς τους περιορισμούς και ο εντοπισμός και η συζήτηση των αδυναμιών του. 2. Η ανάπτυξη μεθοδολογικής προσέγγισης για την αξιολόγηση του βαθμού συμβολής των χωρικών μέτρων αλιευτικής διαχείρισης στη θαλάσσια διατήρηση, χρησιμοποιώντας το Αιγαίο Πέλαγος ως περιοχή μελέτης περίπτωσης και η ανασκόπηση του βαθμού επίτευξης του Στόχου Άιτσι 11 για τη Βιολογική Ποικιλότητα που επιτυγχάνεται στην περιοχή, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις επίσημα θεσπισμένες Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές όσο και τα δυνητικά Άλλα Αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Διατήρησης, προκειμένου να υποστηριχθούν οι θαλάσσιοι διαχειριστές και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων στην περιοχή στις προσπάθειές τους να επιτύχουν τους χωρικούς στόχους διατήρησης. 3. Ο προσδιορισμός, η χαρτογράφηση και η σύνοψη των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης, που έχουν ληφθεί αποκλειστικά για τη διαχείριση της αλιείας, συμβάλλουν στη βιωσιμότητα της αλιείας και στη χωρική θαλάσσια διατήρηση. Επιπλέον, η διερεύνηση των τρόπων αξιολόγησης της συμβολή των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης στη βιωσιμότητα της αλιείας και τη θαλάσσια διατήρηση και συγκεκριμένα των μεθοδολογιών που έχουν εφαρμοστεί στη σχετική έρευνα και ο εντοπισμός και η συζήτηση των κενών γνώσης. 4. Η καταγραφή των δράσεων που προτείνονται παγκοσμίως από τη βιβλιογραφία για την αποτελεσματική χωρική αλιευτική διαχείριση και η παροχή βασικών επιστημονικών συστάσεων προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, θαλάσσιους διαχειριστές και ερευνητές για τη βιώσιμη διαχείριση της αλιείας και τη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στην εποχή του Παγκόσμιου Πλαισίου για τη Βιολογική Ποικιλότητα Κουνμίγκ-Μόντρεαλ. Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, πραγματοποιήθηκε αρχικά συστηματική ανασκόπηση και ανεπίσημη κωδικοποίηση της εθνικής αλιευτικής νομοθεσίας, και παράλληλα συστηματική ανασκόπηση της περιβαλλοντικής, αρχαιολογικής και ναυτιλιακής νομοθεσίας σχετικά με τους χωροχρονικούς περιορισμούς των αλιευτικών δραστηριοτήτων για όλα τα αλιευτικά εργαλεία στο Αιγαίο (Κεφάλαιο 2). Εξετάστηκαν επίσης οι χωροχρονικοί περιορισμοί που έχουν θεσπιστεί στην περιοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τον Περιφερειακό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Αλιείας Γενική Επιτροπή για την Αλιεία στη Μεσόγειο. Δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων, η οποία περιλαμβάνει λεπτομερείς πληροφορίες για τις Περιοχές Περιορισμού Αλιείας (ΠΠΑ) που προσδιορίστηκαν. Στη συνέχεια όλες οι ΠΠΑ χαρτογραφήθηκαν ως πολύγωνα σε αρχεία γεωχωρικών δεδομένων σε Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Το εθνικό αλιευτικό, περιβαλλοντικό, αρχαιολογικό και ναυτιλιακό νομικό πλαίσιο περιλαμβάνει 32, 2, 37 και 43 νομικές πράξεις αντίστοιχα. Η σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γενικής Επιτροπής για την Αλιεία στη Μεσόγειο περιλαμβάνει έναν κανονισμό και μία σύσταση, αντίστοιχα. Στην περιοχή μελέτης εντοπίστηκαν συνολικά 521 ΠΠΑ, εκ των οποίων οι 511 έχουν θεσπιστεί από την εθνική νομοθεσία (254 από την αλιευτική, 21 από την περιβαλλοντική, 85 από την αρχαιολογική και 151 από τη ναυτιλιακή νομοθεσία). Επιπλέον 6 ΠΠΑ έχουν θεσπιστεί από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 4 ΠΠΑ από τα νομικά κείμενα της Γενικής Επιτροπής για την Αλιεία στη Μεσόγειο. Το 85,2% των ΠΠΑ εντοπίζεται στο Αιγαίο και το 14,8% στην Κρήτη. Η χρήση συρόμενων ή κινητών αλιευτικών εργαλείων απαγορεύεται στο 88,5% των ΠΠΑ, ενώ η χρήση στατικών εργαλείων απαγορεύεται μόνο στο 10,2% των ΠΠΑ. Η προστασία των ιχθυαποθεμάτων και των λιβαδιών ποσειδωνίας (Posidonia oceanica) είναι οι πιο συνηθισμένοι λόγοι για τον περιορισμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων (25,3% και 25,0% αντίστοιχα) στην περιοχή. Οι περισσότερες από τις ΠΠΑ (85,4%) έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Οι ΠΠΑ που θεσπίστηκαν από την εθνική αλιευτική, περιβαλλοντική, αρχαιολογική, ναυτιλιακή, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία καλύπτουν το 25,8%, 1,0%, 1,1%, 0,4%, 13,5% και 22,6% της περιοχής μελέτης, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα αυτής της ενότητας της διατριβής είναι πολύτιμα για τους διαχειριστές αλιείας της περιοχής για την επανεξέταση της θέσπισης χωροχρονικών περιορισμών των αλιευτικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και το πλαισίου της ΕΕ για τον Θαλάσσιο Χωρικό Σχεδιασμό. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ένα επιχειρησιακό πλαίσιο για την αξιολόγηση της αξίας των ΠΠΑ για τη θαλάσσια διατήρηση (Κεφάλαιο 3), υπό την ιδέα της θεώρησης των Άλλων Αποτελεσματικών Μέτρων Διατήρησης, ως συμπληρωματικών προσπαθειών διατήρησης για την αποτελεσματική και δίκαιη επίτευξη του Άιτσι στόχου 11 για τη βιοποικιλότητα. Σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε μια Πολυκριτηριακή Ανάλυση Αποφάσεων, για την αξιολόγηση δυνητικών Άλλων Αποτελεσματικών Χωρικών Μέτρων Διατήρησης και την κατηγοριοποίησή τους ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους ως προς τη συμβολή τους στη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Η επιλογή και η κατηγοριοποίηση των κριτηρίων, καθώς και η κατάταξη και βαθμολόγηση των κατηγοριών κριτηρίων βασίστηκε στην κρίση εμπειρογνωμόνων. Για τη στάθμιση και την κατάταξη των κριτηρίων εφαρμόστηκε η Διαδικασία Αναλυτικής Ιεράρχησης. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της κατάστασης διατήρησης του Αιγαίου Πελάγους αναφορικά με την επίτευξη των χωρικών στόχων διατήρησης στην περιοχή. Θεωρώντας τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 ως αποτελεσματικές Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές, ο στόχος Άιτσι 11 επιτυγχάνεται σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων (14,94%). Σε οικοπεριφερειακό επίπεδο, δηλαδή συμπεριλαμβανομένων των παρακείμενων διεθνών υδάτων του Αιγαίου στα ελληνικά χωρικά ύδατα, ο στόχος δεν επιτυγχάνεται (6,66%). Ο στόχος διατήρησης του 10% μπορεί να επιτευχθεί και σε οικοπεριφερειακό επίπεδο με την αναγνώριση όλων των αποτελεσματικών ΠΠΑ και αρκετών λιγότερο αποτελεσματικών, υπό την προϋπόθεση της αύξησης της αποτελεσματικότητάς τους για τη θαλάσσια διατήρηση, ως Άλλα Αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Διατήρησης. Η συγκεκριμένη ενότητα παρέχει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων την επιστημονική τεκμηρίωση που απαιτείται για την επίσημη αναγνώρισή των ΠΠΑ ως Άλλα Αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Διατήρησης. Ακολούθως πραγματοποιήθηκε μια συστηματική ανασκόπηση σκοπιμότητας για τον προσδιορισμό και τη χαρτογράφηση της σύνθεσης των στοιχείων της βιβλιογραφίας αναφορικά με τη συμβολή των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης στη βιώσιμη αλιεία και τη θαλάσσια διατήρηση σε παγκόσμιο επίπεδο (Κεφάλαια 4 και 5). Η ανασκόπηση σκοπιμότητας βασίστηκε στη μεθοδολογία του Ινστιτούτου Joanna Briggs και στη δήλωση PRISMA. Η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε καθορίστηκαν εκ των προτέρων και δημοσιεύθηκε σε επιστημονικό περιοδικό με σύστημα κρίσης ως ξεχωριστό άρθρο υπό τη μορφή πρωτοκόλλου (Κεφάλαιο 4). Από την αναζήτηση των στοιχείων σε πολλαπλές πηγές (βιβλιογραφικές βάσεις, επίσημες ιστοσελίδες και βιβλιοθήκες οργανισμών και οργανώσεων, βιβλιογραφικές λίστες, προτάσεις ειδικών) προσδιορίστηκαν συνολικά 2.391 έγγραφα και μετά από μια διαδικασία ελέγχου δύο σταδίων που βασίστηκε στην ομαδική προσέγγιση. Από αυτά 151 έγγραφα συμπεριλήφθηκαν τελικά στη μελέτη σκοπιμότητας για πλήρη εξέταση και εξαγωγή δεδομένων. Τα τρία τέταρτα περίπου των εγγράφων που συμπεριλήφθηκαν στην ανασκόπηση δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 12 χρόνια. Οι μελέτες είχαν ευρεία γεωγραφική κατανομή (κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική), διεξήχθησαν κυρίως σε υποεθνικό επίπεδο και αφορούσαν κατά κύριο λόγο περιορισμούς αλιείας με συρόμενα εργαλεία. Τα έγγραφα προσέγγιζαν την αξιολόγηση των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης υπό την οπτική ενός μόνο αποθέματος. Τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης που εντοπίστηκαν ήταν διαφόρων τύπων και διαπιστώθηκε ασυνεπής χρήση της ορολογίας τους στη βιβλιογραφία. Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι οι μελέτες εφάρμοσαν πολλαπλούς συνδυασμούς μεθοδολογιών για τη συλλογή δεδομένων (κυρίως πειραματικές έρευνες/δειγματοληψία και χρήση ανοιχτών δεδομένων) και μεθόδων ανάλυσης δεδομένων (συνηθέστερα, αλιευτικές και οικολογικές αναλύσεις και μοντελοποίηση συχνά σε συνδυασμό), χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών δεικτών. Ο κοινωνικός, οικονομικός και περιβαλλοντικός αντίκτυπος των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης ήταν θετικός στις περισσότερες περιπτώσεις (56%) και σε λιγότερες περιπτώσεις αρνητικός (22%) ή μεικτός (14%). Οι διαχειριστές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στον τομέα της αλιείας και του περιβάλλοντος μπορούν να αποκτήσουν πολύτιμες γνώσεις από αυτή την ανασκόπηση σχετικά με την κατανόηση της συμβολής των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης στην ανάκαμψη των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και στην επίτευξη των στόχων διατήρησης της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα μέσω της ιδέας Άλλων Αποτελεσματικών Χωρικών Μέτρων Διατήρησης. Στην τελευταία ενότητα της διατριβής, πραγματοποιήθηκε μια μίνι ανασκόπηση της βιβλιογραφίας με στόχο την παροχή βασικών συστάσεων για την υπό επιστημονική καθοδήγηση εφαρμογή αποτελεσματικών Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης για τη βιώσιμη διαχείριση της αλιείας και τη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στην εποχή του Παγκόσμιου Πλαισίου για τη Βιολογική Ποικιλότητα Κουνμίγκ -Μοντρεαλ (Κεφάλαιο 6). Αυτό επιτεύχθηκε με την ανασκόπηση των δράσεων που προτείνονται παγκοσμίως από τη βιβλιογραφία για αποτελεσματικά Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης, αξιοποιώντας τη συστηματική ανασκόπηση σκοπιμότητας της προηγούμενης ενότητας. Συνολικά καταγράφηκαν 232 προτεινόμενες δράσεις. Οι περισσότερες από αυτές σχετίζονταν με την ενημερωμένη και πιο αποτελεσματική χωρική διαχείριση (n=115), καθώς και τον βελτιωμένο σχεδιασμό των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης (n=70). Λιγότερες σχετίζονταν με τη διαφανή και χωρίς αποκλεισμούς χωρική διαχείριση (n=25) και τη λογοδοσία και την ανταπόκριση στις αλλαγές (n=22). Για την αποτελεσματική χωρική αλιευτική διαχείριση, συνιστώνται οι ακόλουθες ενέργειες: (1) Εφαρμογή ενημερωμένης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης συλλέγοντας περισσότερα, επικαιροποιημένα και υψηλής ποιότητας δεδομένα, προσαρμόζοντας τα διαχειριστικά μέτρα στα ευρήματα της έρευνας, αναπτύσσοντας τακτικά συστήματα παρακολούθησης και ολοκληρωμένα σχέδια διαχείρισης, υποστηρίζοντας την εφαρμογή διεπιστημονικής έρευνας και την ενίσχυση του ελέγχου και της επιτήρησης των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης. (2) Βελτίωση του σχεδιασμού των Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης εξετάζοντας την πολυπλοκότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων και των χρήσεων τους, συνδυάζοντας τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης με άλλα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικοοικονομικές πτυχές, σχεδιάζοντας συνδεδεμένα, αντιπροσωπευτικά και ολοκληρωμένα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης και λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής και μεταφοράς των εφαρμοσμένων Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης σε άλλες περιοχές. (3) Υποστήριξη της διαφανούς και χωρίς αποκλεισμούς χωρικής διαχείρισης ενισχύοντας τη συνεργασία σε διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης και τομείς, υποστηρίζοντας τη διαφανή και δίκαιη διακυβέρνηση και την αυξημένη συμμετοχή των βασικών ενδιαφερομένων. (4) Εφαρμογή προσαρμοστικών και δυναμικών Χωρικών Μέτρων Αλιευτικής Διαχείρισης που να λαμβάνουν υπόψη και να ανταποκρίνονται στις κλιματικές διακυμάνσεις και αλλαγές. Συνολικά η διατριβή σκοπεύει να παράσχει στους διαχειριστές αλιείας και στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής πληροφορίες σχετικά με τα Χωρικά Μέτρα Αλιευτικής Διαχείρισης και να συμβάλει στο διεθνή διάλογο πολιτικής σχετικά με το πού πρέπει να κινηθεί ένα Χωρικό Μέτρο Αλιευτικής Διαχείρισης ως προς το βαθμό αποτελεσματικότητας του για να αναγνωριστεί ως Άλλο Αποτελεσματικό Χωρικό Μέτρο Διατήρησης και να συμβάλει μαζί με τις Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές στην προσπάθεια επίτευξης των χωρικών στόχων της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Area-based management approaches have been widely recognised as a valuable means of sustainably exploiting coastal and marine resources. A variety of area-based management tools exists worldwide under various jurisdictions, spanning from tools regulating specific human activities (e.g., fisheries, shipping, or mining) to multi-sectoral or cross-sectoral tools, such as Marine Protected Areas (MPAs) and Marine Spatial Plans. Notably, international processes such as the United Nations 2030 Agenda for Sustainable Development, the Convention on Biological Diversity (CBD) Strategic Plan 2010-2020, the Kunming-Montreal Global Biodiversity Framework, and the EU Biodiversity Strategy for 2030 have committed to the use of area-based management approaches. As defined by the CBD, Area-based Fisheries Management Measures (ABFMs) are formally established, spatially defined fishery management and/ or conservation measures, implemented to achieve one or more specific fishery objectives. Applied curren ...
Area-based management approaches have been widely recognised as a valuable means of sustainably exploiting coastal and marine resources. A variety of area-based management tools exists worldwide under various jurisdictions, spanning from tools regulating specific human activities (e.g., fisheries, shipping, or mining) to multi-sectoral or cross-sectoral tools, such as Marine Protected Areas (MPAs) and Marine Spatial Plans. Notably, international processes such as the United Nations 2030 Agenda for Sustainable Development, the Convention on Biological Diversity (CBD) Strategic Plan 2010-2020, the Kunming-Montreal Global Biodiversity Framework, and the EU Biodiversity Strategy for 2030 have committed to the use of area-based management approaches. As defined by the CBD, Area-based Fisheries Management Measures (ABFMs) are formally established, spatially defined fishery management and/ or conservation measures, implemented to achieve one or more specific fishery objectives. Applied currently in most contemporary fisheries management plans and regulations, their outcomes are commonly related to the sustainable use of resources. However, they are increasingly considered broader conservation measures, especially when their implementation protects ecological features or mitigates fisheries’ impacts on biodiversity or ecosystem structure and functioning. ABFMs promote primary, secondary, or ancillary forms of conservation contingent upon their objectives. ABFMs advance primary or secondary conservation outcomes when the conservation benefits produced align with their intended and explicit primary or secondary objectives respectively. Ancillary conservation is facilitated by ABFMs when the management measures are explicitly intended to support the sustainable harvest of the target species but, at the same time, de facto reduce pressure on biodiversity and ecosystem functioning. ABFMs promoting ancillary forms of conservation may be considered Other Effective Area-Based Conservation Measures (OECMs) according to the definition of the CBD Decision 14/8, i.e., non-protected areas, which achieve positive long-term outcomes for the protection of biodiversity and associated ecosystem services, functions, and other locally relevant social or economic values. OECMs can contribute to the attainment of Target 14.5 of the 2030 Agenda for Sustainable Development and Target 3 of the CBD Kunming-Montreal Global Biodiversity Framework. According to the latter, specific actions must be taken by 2030 to ensure that at least 30 per cent of land and sea areas globally are conserved through ecologically representative, effectively and equitably managed, and well-connected networks of Protected Areas and OECMs. The objectives of this thesis are to: 1. Identify and map the current distribution of spatiotemporal restrictions on fishing activities in the Aegean Sea and Crete, and provide scientific documentation for fisheries policy research, decision-making, monitoring, control, and enforcement. Also, critically examine the national fisheries' legal framework concerning these restrictions and identify and discuss its weaknesses. 2. Develop a methodological approach for assessing the extent to which Fisheries Restricted Areas (FRAs) may contribute to marine conservation. The Aegean Sea is used as a case study area to assess the degree of attainment of Aichi Biodiversity Target 11 by considering both officially designated MPAs and potential OECMs. The goal is to assist marine managers and decision-makers in the region in their efforts to achieve spatial conservation targets. Also, to support the strategic decision-making in recognising OECMs by developing an operational framework for applying the IUCN-World Commission on Protected Areas (WCPA) OECMs guidelines, through a multi-criteria decision analysis based on expert judgement. 3. Identify, map, and summarise the existing evidence on how ABFMs applied exclusively for fisheries management have contributed to fisheries sustainability and area-based marine conservation. Also, investigate how the ABFMs' contribution to fisheries sustainability and marine conservation has been assessed and the methodologies employed in relevant research. Knowledge gaps will be identified and discussed. 4. Compile the recommendations proposed globally in the literature for effective area-based fisheries management. This compilation will provide key science-informed recommendations for policymakers, marine managers, and researchers for guiding efforts to rebuild fisheries and conserve marine biodiversity in alignment with the CBD Kunming-Montreal Global Biodiversity Framework. To accomplish the stated objectives, this thesis undertook the following tasks: 1. Conducted an up-to-date systematic review and unofficial codification of the national fisheries legislation. Additionally, an up-to-date systematic review of environmental, archaeological, and maritime legislation related to spatiotemporal restrictions on fishing activities, by all fishing gears, in the Aegean Sea and Crete was carried out (Chapter 2). This included a review of spatio-temporal restrictions established by the European Union and the General Fisheries Commission for the Mediterranean. A comprehensive database was built, including detailed information on the identified FRAs. All FRAs were mapped, as polygons in Geographic Information System shapefiles. The national fisheries, environmental, archaeological, and maritime legal framework encompassed 32, 2, 37 and 43 legal acts respectively; EU and GFCM legislation consisted of one Regulation and one Recommendation, respectively. A total of 521 FRAs were identified in the study area with 511 being national (254 established by fisheries, 21 by environmental, 85 by archaeological and 151 by maritime legislation), 6 being EU and 4 being international FRAs. Most (85.2%) of these FRAs were in the Aegean Sea, with the remaining 14.8% in Crete. Towed or mobile gears were restricted in 88.5% of the FRAs, while static gears were restricted in only 10.2% of the FRAs. The primary reasons for regulating fishing activities were the protection of fish stocks (25.3%) and Posidonia oceanica beds (25.0%). Most FRAs (85.4%) imposed permanent closures. National fisheries, environmental, archaeological, maritime, EU and international FRAs covered 25.8%, 1.0%, 1.1%, 0.4%, 13.5% and 22.6% of the study area, respectively. The compiled and produced information is valuable for fisheries managers in reconsidering the establishment of spatio-temporal restrictions on fishing activities, under the provisions of the Common Fisheries Policy and the EU framework for Maritime Spatial Planning. 2. Developed an operational framework to assess the value of FRAs for marine conservation (Chapter 3). This framework contributes to the wider concept of considering OECMs, as complementing conservation efforts and substantially contributing to effectively and equitably achieving Aichi Biodiversity Target 11. A tailor-multi-criteria decision analysis was designed and applied to assess potential OECMs on a case-by-case basis, categorising them according to their effectiveness in contributing to marine biodiversity conservation. This operational framework adhered to the official documentation and guidance provided by the IUCN, serving as a role model for managers and decision-makers in assessing the contribution of FRAs to marine conservation under the OECM concept. This study also offers a review of the conservation status of the Aegean Sea, providing scientific documentation to guide managers and decision-makers in addressing spatial conservation targets. By considering marine Natura 2000 sites as effective MPAs, Aichi Target 11 is achieved (14.94%) at the national level (i.e., within the Greek territorial waters). At the ecoregional level (i.e., including international waters of the Aegean Sea) the target is not achieved (6.66%). It is proposed that, by adding all effective FRAs and several less effective FRAs, under the condition of increasing their effectiveness for conservation, into the network of MPAs and recognising them as OECMs, the conservation target can also be attained at the ecoregional level.3. Conducted a Scoping Review (ScR) to identify and map the evidence base regarding the contribution of ABFMs to fisheries sustainability and marine conservation. The ScR followed the Joanna Briggs Institute methodology and the PRISMA statement. A total of 2,391 documents were identified, and following a two-stage screening process, 151 documents were eventually included in the ScR for full review and data extraction. Most documents were published within the last 12 years. Studies had a wide geographical distribution (mainly located in Europe and North America), were primarily conducted at the subnational level, concerned fishing restrictions of towed gears, and assessed ABFMs from a single stock's perspective. Various types of ABFMs were identified, but the use of terminology was inconsistent in the literature. Diverse data collection (primarily experimental surveys/sampling and open data sources) and analysis methods (most commonly, fisheries and ecological analyses and modelling) were applied, often in combination, using various metrics. Knowledge gaps emerged, mainly related to the study of ABFMs networks and the application of an interdisciplinary and ecosystem-based approach in assessing ABFMs. The social, economic, and environmental impact of ABFMs was positive in most cases (56%) and in fewer cases negative (22%) or mixed (14%). This ScR serves as a valuable source for understanding the contribution of ABFMs to rebuilding marine ecosystems and achieving CBD conservation targets through the OECM concept. 4. Undertook a mini-review aimed at providing key recommendations to guide the science-based implementation of effective ABFMs for rebuilding fisheries and conserving marine biodiversity in the Kunming-Montreal Global Biodiversity Framework era. This review capitalised on the previous ScR, recording a total of 232 recommended actions. Most of these recommendations pertained to informed and more effective area-based management (n=115) and improved ABFM planning (n=70). Fewer recommendations focused on transparent and inclusive area-based management (n=25) and accountability for and responsiveness to change (n=22). For effective area-based fisheries management, the following actions were recommended: (1) apply informed and more effective management by collecting more, updated and high-quality data, adjusting management measures to research findings, developing regular monitoring schemes and comprehensive management plans, applying interdisciplinary research and reinforcing ABFMs control and surveillance; (2) improve ABFMs planning by considering the complexity of marine ecosystems and interactions between their components and uses, combining ABFMs with other measures, considering socio-economic aspects, designing connective, representative and comprehensive ABFMs and considering ABFMs applicability and transferability; (3) support transparent and inclusive management by reinforcing cooperation across different levels of government and sectors, supporting transparent and equitable governance and increased participation of key stakeholders; and (4) account for and be responsive to change by applying adaptive and dynamic ABFMs and considering climate variation and change. This thesis intends to provide fisheries managers and policymakers with insights into the evidence-based knowledge about ABFMs and contribute to the policy discussion on where an ABFM should be positioned along the continuum of “effectiveness” to qualify as an OECM and contribute, together with MPAs, to the attainment of the CBD spatial targets.
περισσότερα